Στο κείμενο θα προσπαθήσω να πω βιωματικά και θεωρητικά για τη βία ως απόλαυση στα πλαίσια του σαδομαζοχισμού, του κίνκι σεξ, των πολεμικών τεχνών, τη βία στο δρόμο, στις διαδηλώσεις. Τη βία που λαμβάνουμε και ασκούμε συναινετικά, τη βία που επιβάλλουμε μη-συναινετικά, τη βία που δεχόμαστε μη συναινετικά.
.
Αρκετές τάσεις των φεμινιστικών και κουίρ κινημάτων έχουν μια ουσιοκρατική τοποθέτηση απέναντι στη βία. Η βία σε πολλά κείμενα χρησιμοποιείται ως ταυτόσημη έννοια με την κακοποίηση, την παραβιαστικότητα και την αίσθηση ιδιοποίηση των προνομιούχων ταυτοτήτων πάνω στα σώματα των υπεξούσιων. Πολλές φορές, η αντίσταση στην εξουσία ταυτίζεται απόλυτα και ιδεολογικά με όλη τη φαλλογοκεντρική φόρτιση του όρου με τη μη-βία, ή η βία εμφανίζεται απλώς νομιμοποιημένη σαν αναγκαίο κακό σαν άμυνα με τα μέσα του εχθρού. Σε κάθε περίπτωση είναι ένας τόπος ξένος από εμάς, τ@ς φεμινιστ@ς, τ@ς queers. Eίναι ο τόπος του αφέντη και της άσκησης της αυθαίρετης εξουσίας του.
Ήδη όμως έχουμε οριστικά νομίζω ξεπεράσει μετά τον πρώτο τόμο της ιστορίας της σεξουαλικότητας του μισέλ φουκό μια αναλυτική της εξουσίας που να βασίζεται στην απλουστευμένη ανάγνωση του ρουσσό, το όριο του φιλελεύθερου και διαλεκτικού ανθρωπισμού, που βλέπει μια διάφανη και όμορφη κοινωνία και φύση να διαστρέφεται απ’ την εξουσία σα μια κακή εξωτερική δύναμη, απ’ την οποία θα πρέπει να χειραφετηθεί, τη φαντασίωση μια κοινωνίας ελεύθερων ανθρώπων καθαρών απ’ την εξουσία. Δεν ξεχνάμε άλλωστε ότι η ίδια η έννοια άνθρωπος έχει δομηθεί κοινωνικο-ιστορικά πάνω στα μέτρα του str8, cis, λευκού, αρτιμελή, χριστιανού άντρα, οι υπόλοιπες ταυτότητες έχουν διεκδικήσει με αντιαποικιοκρατικούς, έμφυλους και ταξικούς αγώνες τη συμπερίληψη τους σε αυτή την ταυτότητα, και υφίστανται διαρκώς το κίνδυνο της απανθρωποποίησης, να βρεθούν πάλι στην κατάσταση εξαίρεσης.
Η εξουσία όμως είναι κάτι που υπάρχει σε κάθε σχέση δύναμης, σε κάθε τι που μας υποκειμενοποιεί, που μας μετασχηματίζει, που μας συγκροτεί ως συνείδηση, την ασκούμε κάθε φορά που επιδράμε σε ένα άλλο σώμα που το μεταβάλλουμε με τη δράση και την παρουσία μας… Η εξουσία είναι διάχυτη ως δυνατότητα χωρίς να μπορεί ένα κέντρο να καναλιζάρει και να ελέγξει το σύνολο των εκφράσεων και την πολλαπλότητα της. Το παραδοσιακό μοραλιστικό σχήμα χειραφέτησης που τη βλέπει σαν τον τόπο του κακού απ’ το οποίο πρέπει να απαγκιστρωθούμε, σα να είναι μια υπερβατική εξωτερικότητα, δεν οδηγεί τις περισσότερες φορές παρά στην απώθηση και φυσικοποίηση αρκετών λειτουργιών της που ενισχύουν προνόμια και αποκλεισμούς. Η αντιεξιουσιαστική στρατηγική που αντιλαμβάνεται την εξουσία σαν εγγενή λειτουργία της σωματικότητας μας, ενδιαφέρεται να την ασκήσει με ποιοτικό τρόπο που να μην αποκλείει και να περιορίζει αλλά να ενισχύει τον αυτοκαθορισμό κάθε σώματος και όντος μέσα σε ένα πλέγμα διατομικών σχέσεων.
Μπορούμε να κάνουμε μια ανάλογη αναλυτική της βίας? Αντί να την απωθούμε εστιάζοντας μόνο σε συγκεκριμένες εκφορές της που προβληματικοποιούνται περισσότερο, να δούμε ότι υπάρχει σε κάθε διαδικασία πίεσης κι εξαναγκασμού των σωμάτων μας. Το νόημα δεν είναι να αποκηρύξουμε τη βία ως κάτι ξένο κάτι αποκρουστικό αλλά να στρατηγικοποιήσουμε τη χρήση της, να μιλήσουμε για το πως βιώνουμε την απόλαυση που μπορεί να μας χαρίζει ή την αποστροφή που μπορεί να μας φέρει. μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για μια καταφατική ηθική πάνω στη βία που μπορεί να είναι φεμινιστική, queer, αντιεξουσιαστική.
Η βία ήταν πολύ συνδεδεμένη πάντα με τη σεξουαλικότητα μου. Στο δημοτικό θυμάμαι να ερεθίζομαι με τα αγόρια που με χτυπούσαν. Καθώς ήμουν εύκολος στόχος bullying κυρίως όχι λόγο έκφρασης φύλου αλλά λόγω νευροατυπικότητας και ελλειματκής προσοχής που οδηγούσε σε έλλειψη ικανότητα στα αντανακλαστικά έτρωγα συχνά ξύλο από παρέες αγοριών-νταήδων. Συχνά, αφού έτρωγα ξύλο, σκεφτόμουν όλες αυτές τις σωματικές στάσεις, την επαφή που υπήρχε μεταξύ μας τα μπούτια που μπλέκονταν, τα χέρια που έσφιγγαν τα αρχίδια, τα ανακυλίσματα με αγκαλιασμένα κορμιά που πάλευαν και ερεθιζόμουν σεξουαλικά και η απόλαυση που έπαιρνα απ’ αυτό τον ερεθισμό ήταν το αντιστάθμισμα στην κακοποίηση που δεχόμουν σε αυτά τα ξύλα που ήμουν μοναχό μου συνήθως και οι άλλοι περισσότεροι- βέβαια ήταν κάποιες φορές που έριξα κι εγώ τότε λόγο ή πολύ ξύλο αλλά ήταν σίγουρα πολύ λιγότερες οι φορές, λόγω ασυμμετρίας δυνάμεων. Τα σεξουαλικά σενάρια και οι φαντασιώσεις που είχα τότε, περιείχαν ρόλους, δεσίματα, κυριαρχία, υποταγή, εναλλαγή ρόλων μέσα σε αυτές και αρκετά στοιχεία της ήδη κίνκυ σεξουαλικότητας μου. H συναινετική ανταλλαγή βίας μέσα απ’ το bdsm, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ενδυναμώθηκα απέναντι στο τραύμα της μη-συναινετικής βία που δεχόμουν απ’ τα δυνατά αγόρια…
Βέβαια, εκτός από κάποια κίνκυ παιχνίδια, πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να κάνω τις σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις μου πράξη καθώς με έφαγε η vanilla νορματίβιτι που καθόρισε τα πρώτα χρόνια της σεξουαλικής μου ζωής… το έναυσμα για τη να περάσω στη bdsm πρακτική ήταν οι πολεμικές τέχνες και διάφορες εμπειρίες από ξύλο δρόμου κυρίως αντιφασιστικού περιεχομένου. Κάνοντας τέχνες που περιλάμβαναν πάλη στο έδαφος, έβρισκα πολύ αισθησιακές τις διάφορες λαβές ακινητοποίησης, τα κλειδώματα, τις τεχνικές απεμπλοκής, τη συνειδητή εναλλαγή ρόλων, τους κανόνες ασφαλείας, τη φροντίδα μετά, ένιωθα μια όμορφη και ηδονιστική οικειότητα με τ@ς πάρτνερ μου μετά την έντονη ανταλλαγή χτυπημάτων, αγγιγμάτων, βλεμμάτων, συμβουλών και σκεφτόμουν ότι ήθελα να το μεταφέρω αυτό το βίωμα σε ένα καθαρά σεξουαλικό επίπεδο, και έτσι έκανα τις πρώτες μου καθαρά s/m σχέσεις, άλλοτε ως το dom άλλοτε ως sub, με άλλα άτομα ήθελα να έχω ένα συγκεκριμένο ρόλο με άλλα ήθελα να τον εναλλάσσω… το bdsm ήταν το πεδίο στο οποίο μπορούσα να εκφράσω για πρώτη φορά τη φυλορευστότητα μου, μέσα από εναλλαγές ρούχων και επιτελέσεων γινόμουν πχ άλλοτε κυριαρχική πριγκίπισσα κι άλλοτε υποτακτικός φασίστας, μέσα απ’ την ποικιλία εκφράσεων ανακάλυπτα τα φύλα μου και μέσα απ’ αυτό εύρισκα μια διέξοδο απέναντι στην έλλειψη άνεσης με την ανδρική ταυτότητα.
Ταυτόχρονα, λόγω της κινηματικής μου δραστηριότητας, οι εμπειρίες σωματικής βίας μετά άλλαξαν περιεχόμενο, καθώς ήταν συνδεδεμένες με δράσεις του αντι-εξουσιαστικού χώρου, με συμμετοχές σε μπάχαλα, με προετοιμασία και πέταγμα πετρών και μολότοφ, με πεσίματα για ξύλο σε μπάτσους. φασίστες, κομματικούς. Βέβαια, ο αντιεξουσιαστικός χώρος ήταν πάντα υπερβολικά αντρικός. Προσωπικά, αν και μπορούσα σε πολλές περιπτώσεις λόγω μεγαλόσωμου αντρικά παρουσιαζόμενου σώματος να κάνω pass εύκολα σε αυτό το χώρο, αυτή την αρρενωπότητα πάντα τη βίωνα σαν ένα είδος drag, σα μια υπερταύτιση και, παρότι, συμμετείχα ως ένα βαθμό σε αυτή την έμφυλη κανονιστικότητα, ταυτόχρονα διατηρούσα μια συνειδητή camp ειρωνεία απέναντι της… Όχι αυτόματα βέβαια, μετά από μια περίοδο αποδοχής αυτών των αξιωμάτων, έγινε η αποδόμηση, ωστόσο, πάντα υπήρχε μια αμηχανία στη συσχέτιση λόγω της έλλειψης άνεσης που είχα με ένα μεγάλο μέρος της αρρενωπής κοινωνικοποίησης, μια αποτυχία που έπρεπε κάπως να την ξεπεράσω με ένα νέο συμβολικό- queer the art of failure.
Τη συμμετοχή μου σε αυτό που αποκαλείται πολιτική βία(αν και δεν αντιλαμβάνομαι διαχωρισμό πολιτικού-προσωπικού, η διαχείριση σχέσεων είναι κατ’ εξοχήν πολιτική, ένα bdsm session ή το sex είναι ήδη πολιτική πράξη είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι) θα τη διαπραγματευτώ με όρους σωματικότητας, κατ’αρχήν. Τι κοινό και τι διαφορά έχει η απόλαυση και, αν μιλήσουμε με όρους τους συρμού της pop βιοχημείας, η έκρηξη και η πτώση ντοπαμίνης, σεροτονίνης κι ενδορφινών ανάμεσα σε ένα ξύλο με ένα φασίστα, και αυτή που νιώθω όταν συμμετέχω σε μια άσκηση paintaining, εμπλοκής/απεμπλοκής ή σπαρινγκ σε μια πολεμική τέχνη και αυτή που δέχομαι ή ασκώ ανάλογα με το ρόλο μου σε ένα bdsm session? Σαφέστατα στις 2 πρώτες δεν υπάρχει το στοιχείο της καθαρής σεξουαλικής ηδονής και του συναισθηματικού δεσίματος με ένα partner μέσα απ’ την εμπειρία της συνεδρίας. Στην περίπτωση της πολεμικής τέχνης βιώνω, βέβαια, ένα συνήθως μη ρητό αισθησιασμό που μετατοπίζεται αλλά με εμπνέει σεξουαλικά, επίσης όπως είπα και πιο πάνω βιώνω μια ξεκάθαρη συμπάθεια για το άτομο με το οποίο αθλούμαι μαζί, ένα ενδιαφέρον για την αμοιβαία βελτίωση, που προκύπτει στο δικό μου βίωμα απ’ την ίδια την εμπειρία της ψυχοσωματικής εγγύτητας που παράγεται την ώρα της άσκησης. Στην περίπτωση, τέλος, που έρχομαι σε σωματική αντιπαράθεση με έναν εχθρό, εκεί υπάρχει ξεκάθαρο μίσος και ψυχρότητα, η απόλαυση πηγάζει απ’ την παραβίαση του σώματος του άλλου και της ακεραιότητας του. Είναι κάτι που θα έλεγα ότι είναι διαφορετικό απ’ τη σαδιστική απόλαυση όπως τη νοηματοδοτεί η bdsm κοινότητα αλλά και όπως την έχω βιώσει στη πρακτική μου. Εκεί η απόλαυση προκύπτει απ’ την κυριαρχία του άλλου μέσω της πρόκλησης ενός πόνου απ’ τον οποίον ξέρω ότι το άλλο υποκείμενο αντλεί ευχαρίστηση, ότι δένεται μαζί μου εκείνη την ώρα, μέσα απ’ αυτό εκτονώνεται κι εναλλάσσονται διάφορα συναισθήματα αλλά το στοιχείο που ενώνει το σαδιστικό με το μαζοχιστικό υποκείμενο είναι οι αμοιβαία επιθυμία να φτάσουν σε μια ηδονική κορύφωση μέσα σε μια συναινετική βία που σε καθαρές d/s (dom/sub) σχέσεις είναι μονόπλευρες απ’ τ@ dom στ@ sub σε διάφορα αλλά s/m πσιχνίδια που δεν υπάρχει καθαρή πόλωση, αμφίπλευρη. Γι’ αυτό, όταν κάποι@ αποκαλούν τη μη-συναινετική βία που απολαμβάνουν να ασκούν σαδισμό, νιώθω ότι αναπαράγουν ένα στιγματιστικό λόγο απέναντι στην kinky community που συσχετίζει το σαδομαζοχισμό με την κακοποίηση και την παραβίαση αν όχι εντελώς τουλάχιστον περισσότερο απ’ ότι το vanilla sex… To ίδιο να με προσβάλλουν νιώθω όταν αποκαλούν ένα βασανιστή μπάτσο ή ρατσιστή σαδιστή για την απόλαυση της βίας απέναντι στο θύμα του, που στην ουσία είναι μέρος ενός σεξιστικού παθολογικοποιητικού λόγου, που στοχεύει μια μειονοτική σεξουαλική επιθυμία, συγκρίνοντας 2 διαφορετικές σωματικότητες.
Κάποι@, βέβαια, λένε το επιχείρημα ότι το bdsm δεν είναι καν βία γιατί περιέχει συναίνεση. Η θέση αυτή οφείλεται στην υπερβατολογική θεώρηση της βίας που θίξαμε πιο πάνω, που αρνείται την πολλαπλότητα της και νομίζει ότι μπορεί να ξεφύγει εντελώς απ’ αυτή αντί να αναλάβει την ευθύνη της διαχείρισης της. Στην πραγματικότητα, η θέση ότι δεν υπάρχει υποκειμενοποίηση χωρίς βία, σημαίνει ότι όσο συνειδητός και αναγνωρισμένος είναι ένας αναγκαίος περιορισμός για την πραγμάτωση μιας επιθυμίας, η δράση του βιώνεται σα μια εξωτερικότητα που προκαλεί ένα πόνο και μια τραυματική οριοθέτηση. Η κούραση που νιώθω όταν μαθαίνω κάτι, τα πόδια που πονάνε όταν μαθαίνω μια χορευτική φιγούρα, είναι πράγματα που τα μαθαίνω βίαια, είναι η αναγκαία υποταγή μου σε κάποιους κανόνες για να αλληλεπιδράσω με άλλα σώματα. Αντίστοιχα, όταν αυτοπεριορίζομαι στους συλλογικούς κανόνες που αποφασίζουμε σε μια συνέλευση, παρότι το νιώθω ως συνειδητή επιλογή μου, η πειθαρχία σε αυτή βιώνεται ταυτόχρονα στο σώμα μου ως βία, και όχι μόνο όταν συμβιβάζομαι με κάτι που διαφωνώ. πχ είναι ξεκάθαρη επιθυμία μου να γράψω αυτό το κείμενο, ωστόσο, η πίεση που ασκώ στο/η εαυτό/η μου αυτή τη στιγμή να μείνω ξύπνια/ος ενώ νυστάζω, η πίεση να μείνω συγκεντρωμένη/ος σε αυτό που γράφω ή πίεση στο χέρι μου να κάνει τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις στο πληκτρολόγιο είναι βία που ασκεί ένα μέρος του σώματος μου στο υπόλοιπο σώμα. Με το να μην το αναγνωρίζω ως βία αυτό, στο όνομα μιας ουσιοκρατικής αιτιολόγησής της, οδηγεί στο να παραγνωρίζεται ότι η ύπαρξη σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο έχει κάποιους αναγκαστικούς περιορισμούς στα πλαίσια των οποίων προάγομαι ως ένα υποκείμενο που αλληλεπιδρά με άλλα σώματα με συγκεκριμένα όρια, κάποια απ’ τα οποία μπορούν να μετασχηματιστούν με μη προβλέψιμο και προκαθορισμένο τρόπο.
Οπότε, ναι, αντί να αποκηρύσσω τη βία, το ζήτημα μου είναι μια ηθική γύρω απ’ την παραγωγή της. Αντί να λέω ότι δεν είναι βίαιο πχ το να αναλύω τις θέσεις μου και να επηρεάζω, καλύτερα να αναγνωρίσω τη βία και την εξουσία που ασκείται στο σώμα του άλλου, όταν έρχεται σε επαφή με μια νέα σκέψη και προβληματίζεται, επηρεάζεται η συνείδηση του, την υλική επίδραση στο νευρικό του σύστημα, που πιθανόν να μην είναι έτοιμο να την αντιμετωπίσει και αντιδρά πολλές φορές με απρόσμενο τρόπο, όπως αντίστοιχα όταν ακούω κάποι@ αλλ@ αφήνομαι να πάρει χώρο σε κάτι που έχει να κάνει εντελώς με το σώμα μου, και μετασχηματίζει τη συνείδηση μου, αναγνωρίζοντας με αυτό το τρόπο τη σοβαρότητα και την αξία κάθε αλληλεπίδρασης που ενίοτε φυσικοποιείται με έναν εθιμικό τρόπο, ακριβώς για να ενισχύσω την αξία της συναίνεσης σε όλες αυτές τις αλληλεπιδράσεις. Γιατί ακριβώς, όσο πιο συναινετική και σε σύμπτωση με κοινές προοπτικές είναι η βία που ασκούμε η μία στην άλλη και συνδέεται με μια εμμενή ηθική δέσμευση ενίσχυσης του αυτοκαθορισμού και της πολλαπλότητας των δυνατοτήτων μας, τόσο πιο χειραφετητική είναι και τόσο πιο ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση τ@ άλλ@ και συμπερίληψης τ@ στ@ μέσα στ@ εαυτ@ αποκτούμε, είτε πρόκειται για ένα bdsm session, είτε για ένα ομαδικό μαγείρεμα…
Ωστόσο όταν μιλάμε για τη μη-συναινετική βία, αυτή είναι κάτι ομοιογενές? Είναι το ίδιο πχ το μαχαίρι που ξεκοιλιάζει ένα βιαστή με την πράξη του βιασμού? Είναι το ίδιο ένα προληπτικό ξύλο σε ένα φασίστα με μια ρατσιστική επίθεση σε έν@ μετανάστ@? Είναι απλώς το ίδιο μέσο, που χρησιμοποιείται άλλοτε για καλό και άλλοτε για κακό σκοπό? Αυτό δεν είναι μια προβληματική ουσιοκρατική κι εργαλειακά ορθολογική τοποθέτηση που βασίζεται σε ένα διαχωρισμό μέσων-σκοπού? Στην πραγματικότητα, ακόμα και όταν η μορφή ή τεχνική της κλωτσιάς είναι ίδια η υλικότητα της σχέσης που δημιουργείται σε μια ρατσιστική επίθεση και ο αποκλεισμός που διαιωνίζει, την καθιστούν μια εντελώς διαφορετική διαδικασία απ’ την κλωτσιά σε έναν τύπο που έκανε σεξιστικό σχόλιο απ’ αυτ@ που το δέχτηκε, στην ουσία παρά την ομοιότητα στη μορφή είναι μια διαφορετική πράξη που αντιστοιχεί σε διαφορετικές υποκειμενοποιήσεις…. Στην πραγματικότητα, επίσης, για να μην εμμένουμε σε μία μορφή, πιο αποτελεσματική αντιρατσιστική βία, από την κλωτσιά μπορεί να ναι ένα καλό ανθελληνικό ανέκδοτο ή μια ατάκα κλπ…
Η αφήγηση που ταυτίζει τη μη-συναινετική βία με την άσκηση προνομίου και την ενίσχυση των διακρίσεων δεν είναι παρά μια αηδιαστική σχετικοποίηση που αποσιωπεί τις ασυμμετρίες ανάμεσα στη θέση, στην πρόθεση των υποκειμένων που την ασκούν , ανάμεσα στα διάφορα πλαίσια στα οποία εκφέρεται, την ίδια τη δυναμική εξουσίας και αντι-εξουσίας ως υλική σχέση σε μια κοινωνία.
Αν προχωρήσουμε στην αναγνώριση της βίας που ασκούμε και δεχόμαστε καθημερινά, μπορούμε να την τροποποιήσουμε με τρόπο που να λειτουργεί ανατρεπτικά και όχι επιβεβαιωτικά προς τις έμφυλες, ταξικές και φυλετικές ιεραρχίες και κανονιστικότητες, αναγνωρίζοντας τη θέση μας στους αποκλεισμούς και το προνόμια που βιώνουμε, και μετασχηματίζοντας στο βαθμό που μπορούμε τις σχέσεις γύρω μας. Η ίδια η αρρενωπότητα, στις κυρίαρχες καταπιεστικές εκδοχές της, είναι μια ποιοτική και ποσοτική οριοθέτηση στις γλώσσες βίας. Το να πρέπει να καταστέλλω τις θηλυκές μου εκφράσεις και την εν μέρει γυναικεία υποκειμενικότητα τις στιγμές που ασκούσα βία, μέσα στη φυλορευστότητά μου, αλλά και στην ίδια τη cis-sexist κανονιστικότητα που με ταξινομούσε αυθαίρετα ως αγόρι και που είχα εσωτερικεύσει με αποτέλεσμα να μην έχω διέξοδο να εκφράσω την ασυμφωνία της ύπαρξης μου με αυτή την ταυτότητα φύλου, ήταν αφόρητο για μένα. Δεν είναι παρά μέρος της ευρύτερης νόρμας, όπου η αρρενωπότητα και η ανδρική ταυτότητα είναι προϋπόθεση για να διεκδικείς χώρο σε αυτή την κοινωνία
Για μένα, η εκδήλωση μιας femme κινηματικής/εξεγερσιακή βίας ως ψυχολογική κι επιτελεστική συνθήκη, ήταν πάντα μια χειραφετητική εμπειρία. Αυτό, όταν πραγματώνεται σε ένα επίπεδο, σημαίνει απεδαφικοποίηση απ’ την περίφραξη, τόσο της ηρωικής αρρενωπότητας, όσο και της εργαλειακής ορθολογικότητας, και στην απώθηση του αισθήματος και της σωματικότητας, του πόνου , του φόβου, της ταχυπαλμίας, της συναισθηματικής εναλλαγής. Σημαίνει επίσης υπονόμευση των κωδίκων της πατριαρχίας, του κώδικα πούτσα και ξύλο, του αντρίκιου ένας με έναν, της υπεροχής του συμβολικού της μυικής δύναμης, των θεσμών, των άτυπων και τυπικών ιεραρχιών αυτής της κοινωνίας. Η αντρική βία θέλει να επιβεβαιώσει πάντα ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των αντρών, που βασίζεται στην κυριαρχία πάνω στα θηλυκά σώματα και στην κατανομή του χώρου μεταξύ τους. Η θηλυκή και πούστικη βία, θέλει ως δυνατότητα μια κραυγή, να αισθανθεί , να δώσει φωνή στα σώματα που αποσιωπούνται και προκαλεί αμηχανία στο κυρίαρχο όταν εισβάλλει στο προσκήνιο. Δεν υπακούει σε καμιά αρσενική διαλεκτική, που ενδιαφέρεται να αναδειχθεί ως ηρωική να καμαρώσει τον εαυτό της, επιδιώκει να καταστρέψει την ίδια τη σημασιοδοτική οικονομία που νομιμοποιεί και αναπαράγει αυτό τον κώδικα αντιπαράθεσης, ακυρώνοντας τις ίδιες της αξίες στις οποίες βασίζεται. Είναι άνανδρη, εξιλεωτική, θανάσιμη και παιγνιώδης. Ταραχές με pink blocks,με glitter και κραγιόν, θηλυκότητες σε ορατότητα, εκ-φυλα ντυσίματα κι επιτελέσεις, έξυπνα όπλα που να παρακάμπτουν τα προνόμια της μυικης δύναμης, κραγμένα κουήρ συνθήματα. Aπέναντι σε σφικτά σώματα που φοβούνται να εκφραστούν, σώματα που : « Γιατί αγαπουλίνια μου αν μια εξέγερση δεν είναι ροζ, τότε δεν είναι εξέγερση και η αντιεξέγερση κυριαρχεί ήδη στον εσωτερικό της…»